ἁφάν — ἁφά̱ν , ἁφή lighting fem acc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Waffe, die — Die Waffe, plur. die n, 1. Ein jedes Werkzeug, sowohl zur Vertheidigung, als zum Angriffe, in welcher weitern Bedeutung noch manche Glieder und Theile derselben, womit die Natur die Thiere zu dieser Absicht versehen hat, bey den Jägern Waffen… … Grammatisch-kritisches Wörterbuch der Hochdeutschen Mundart
επώνυμο — Το όνομα της οικογένειας ή του οίκου που συνοδεύει το προσωπικό όνομα. Στους αρχαίους πολιτισμούς της ανατολικής Μεσογείου, στο προσωπικό όνομα προσέθεταν μερικές φορές το όνομα του πατέρα. Στους Άραβες, π.χ., Μοχάμετ ιμπν Άφαν και στους Εβραίους … Dictionary of Greek
Οσμάν — I Ο τρίτος μουσουλμάνος χαλίφης. Αναφέρεται και με το όνομα Οσμάν ιμπν Αφάν, συγγενής και γαμπρός του ιδρυτή της μουσουλμανικής θρησκείας Μωάμεθ. Στην εποχή του διωγμού του Μωάμεθ κατέφυγε με τη σύζυγό του στην Αιθιοπία, και ξαναγύρισε στη Μέκκα… … Dictionary of Greek
aphanistic — aphanistic, a. rare 0. (æfəˈnɪstɪk) [ad. Gr. ἀϕανιστικ ός, f. ἀϕανίζ ειν to make invisible, f. ἀϕαν ής: see next.] Indistinct, not manifest … Useful english dictionary